τριακοσίους

τριακοσίους
τριᾱκοσίους , τριακόσιοι
three hundred
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • PAEDARETUS — proprium nomen viri ἀπὸ τῆς παιδείας καὶ ἀρετῆς, ut vulgo volunt, h. e. a disciplinâ et virtute. Non electus inter trecentos haud aegre tulit, quit tot in civitate se essent praestantiores. Plutar. in Lycurgo: Ο῾ μὲν γὰρ Παιδάρετος, οὐκ ἐγκριθεὶς …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ACANTHOS — Graece Α῎κανθος, seu Α᾿κανθῶν πόλις, Urbs Aegypti, non procul a Memphi, in eodem latere, Libyco videlicet ab arbore Aegypti celebri, quae ἄκανθος, h. e. Spina, nomen adepta, quod in eâ esset spinae Thebaicae ingens lucus. Stephanus, Α῎κανθος,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BALSAMUM — ἐπιάργυρον Hesychio, quod argentô rependebatur. Nempe Alexandri Magni temporibus balsamum duplô argentô pensabatur, teste Pliniô l. 12. c. 25. Alexandrô magnô res ibi agente, totô die aestivô, unam concham implere iustum erat. omni vero… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] …   Dictionary of Greek

  • επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… …   Dictionary of Greek

  • επαφρόδιτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο απόστολος. Ήταν βοηθός του αποστόλου Παύλου στα κηρύγματά του. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Δεκεμβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους «μάρτυρες 12 εν Βιζύη». 3. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως …   Dictionary of Greek

  • θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …   Dictionary of Greek

  • θερμοπύλες — I Στενό πέρασμα (στενωπός) μεταξύ του Μαλιακού κόλπου και του Καλλίδρομου, που η στρατηγική του θέση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Το τοπίο σήμερα έχει αλλοιωθεί με τις προσχώσεις των ποταμών, κυρίως του Σπερχειού, και… …   Dictionary of Greek

  • μαστιγοφόρος — α, ο (Α μαστιγοφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει μαστίγιο («καὶ μαστιγοφόρους τριακοσίους ὑπηρέτας», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστιγοφόρα (ζωολ. βοτ.) πρώτιστα πρωτόζωα ή πρωτόφυτα, τα οποία φέρουν ένα ή περισσότερα μαστίγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”